γέφυρ'

γέφυρ'
γέφῡρα , γέφυρα
b
fem nom/voc sg
γέφῡραι , γέφυρα
b
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • GEPHYRAEI — Phoenices, qui cum Cadmo in Graeciam venêrunt, de quibus sic Herod. l. 5. c. 57. Cum Cadmo in terram, quae nunc vocatur Boeotia, venêre Gephyraei et Tanagricum tractum incoluêrunt: inde a Boeotis pulsi Athenas divertêrunt, ubi certis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • σκυτεργάτης — ὁ, Α εργάτης που επεξεργάζεται τα δέρματα για την κατασκευή υποδημάτων, ασπίδων και άλλων δερμάτινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + ἐργάτης (πρβλ. γεφυρ εργάτης)] …   Dictionary of Greek

  • χαλινεργάτης — ὁ, Μ χαλινοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἐργάτης (πρβλ. γεφυρ εργάτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”